νουκλεοπρωτεΐνη

νουκλεοπρωτεΐνη
η
(βιοχ.) ετεροπρωτεΐνη που προέρχεται από τη σύνδεση μιας βασικής πρωτεΐνης με ένα νουκλεϊκό οξύ, αλλ. νουκλεΐνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο, πρβλ. αγγλ. nucleoprotein < nucleo- (< λατ. nucleus («πυρήνας») + protein «πρωτεΐνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νουκλεΐνη — η (βιοχ.) η νουκλεοπρωτεΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nuclein < nucle (< γαλλ. nucle < λατ. nucleus «πυρήνας») + κατάλ. ίνη*. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

  • πρωταμίνη — η, Ν 1. βιολ. απλή αλκαλική πρωτεΐνη που συνήθως απαντά σε συνδυασμό με ένα νουκλεϊκό οξύ ως νουκλεοπρωτεΐνη 2. φρ. «θειική πρωταμίνη» (φαρμ.) φάρμακο που παρασκευάζεται από το σπέρμα διαφόρων ψαριών και χρησιμοποιείται ως αντίδοτο σε… …   Dictionary of Greek

  • ριβονουκλεοπρωτεΐνη — η, Ν (βιοχ.) νουκλεοπρωτεΐνη τής οποίας η προσθετική ομάδα είναι το ριβονουκλεϊκό οξύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”