- νουκλεοπρωτεΐνη
- η(βιοχ.) ετεροπρωτεΐνη που προέρχεται από τη σύνδεση μιας βασικής πρωτεΐνης με ένα νουκλεϊκό οξύ, αλλ. νουκλεΐνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο, πρβλ. αγγλ. nucleoprotein < nucleo- (< λατ. nucleus («πυρήνας») + protein «πρωτεΐνη»].
Dictionary of Greek. 2013.